πεντεκαιδεκαετής — fifteen years old masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντεκαιδεκαετής — και αττ. τ. πεντεκαιδεκαέτης, ες, Α 1. αυτός που έχει ηλικία δεκαπέντε ετών, ο δεκαπενταετής 2. αυτός που έχει διάρκεια δεκαπέντε ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα «δεκαπέντε» + ετής / έτης (< ἔτος), πρβλ. τετρα ετής / έτης) … Dictionary of Greek
πεντεκαιδεκαετῆ — πεντεκαιδεκαετής fifteen years old neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πεντεκαιδεκαετής fifteen years old masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πεντεκαιδεκαετής fifteen years old masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντεκαιδεκαέτη — πεντεκαιδεκαέτης fifteen years old neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πεντεκαιδεκαέτης fifteen years old masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πεντεκαιδεκαέτης fifteen years old masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντεκαιδεκαετεῖς — πεντεκαιδεκαετής fifteen years old masc/fem acc pl πεντεκαιδεκαετής fifteen years old masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντεκαιδεκαετοῦς — πεντεκαιδεκαετής fifteen years old masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντεκαιδεκαετέες — πεντεκαιδεκαετής fifteen years old masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
πενταδεκαέτης — ὁ, Μ πεντεκαιδεκαετής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + δέκα + έτης (< ἔτος)] … Dictionary of Greek
πεντεδεκαετής — ές, Α πεντεκαιδεκαετής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε + δέκα + ετής (< ἔτος)] … Dictionary of Greek